σκαλώνω — σκαλώνω, σκάλωσα, σκαλωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκαλώνω — Ν [σκάλα] 1. ανέρχομαι σε ψηλό ή δύσβατο τόπο με τη βοήθεια τών χεριών και τών ποδιών μου, σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι 2. (μτβ.) αναρτώ, κρεμώ 3. μτφ. α) αγκιστρώνομαι πιάνομαι σε αιχμηρό αντικείμενο ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα εμπόδια έτσι ώστε… … Dictionary of Greek
σκάλωμα — Πεδινός οικισμός (360 κάτ., υψόμ. 100 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * το, ΝΜΑ νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαλώνω, ανέβασμα σε ψηλό ή δύσβατο μέρος με τη βοήθεια τών… … Dictionary of Greek
μπερδεύω — και μπερδένω και μπερδεύνω (Μ μπερδεύω και μπερδένω και μπερδεύνω και μπερδεύγω) 1. μπλέκω, περιπλέκω («μπέρδεψα το κουβάρι») 2. εμπλέκω κάποιον σε επιζήμια επιχείρηση, παρασύρω κάποιον σε κάτι κακό («τόν μπέρδεψαν σε βρομοδουλιές») 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
νταίνω — 1. βρίσκω τυχαία κάποιον ή κάτι, συναντώ κατά τύχη 2. αντιμετωπίζω εχθρό, πολεμώ κάποιον 3. σκαλώνω, μπλέκω («το παραγάδι σήμερα άντεσε πολλές φορές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταίνω «συναντώ, μπλέκομαι» με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek
ξεσκαλώνω — 1. απελευθερώνω κάτι που είναι σκαλωμένο ή μπλεγμένο, ξεμπλέκω 2. γλυτώνω από κάτι στο οποίο είμαι μπλεγμένος 3. απαλλάσσομαι από περιπλοκή, από εμπλοκή σε δύσκολη ή δυσάρεστη υπόθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * με στερ. σημ. + σκαλώνω] … Dictionary of Greek
σκαλωσιά — η, Ν (δομ.) το ικρίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλωσ τού αορ. σκάλωσα τού σκαλώνω + κατάλ. ιά (πρβλ. περπατησ ιά)] … Dictionary of Greek
σκαρφαλώνω — Ν ανεβαίνω σε ψηλό ή δυσπρόσιτο μέρος χρησιμοποιώντας τα χέρια και τα πόδια μου, αναρριχώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τα ρ. σκαλώνω και καρφώνω με συμφυρμό] … Dictionary of Greek